- ναρκωτικός
- -ή, -όαυτός γενικά που προκαλεί νάρκωση: Φάρμακα ναρκωτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναρκωτικός — ή, ὁ (Α ναρκωτικός, ή, όν) [ναρκώνω] αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά α) τοξικές… … Dictionary of Greek
ναρκωτικά — ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc pl ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc/acc dual ναρκωτικά̱ , ναρκωτικός benumbing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικώτερον — ναρκωτικός benumbing adverbial comp ναρκωτικός benumbing masc acc comp sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικῶν — ναρκωτικός benumbing fem gen pl ναρκωτικός benumbing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικόν — ναρκωτικός benumbing masc acc sg ναρκωτικός benumbing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικαί — ναρκωτικός benumbing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικοῖς — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικοῦ — ναρκωτικός benumbing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικήν — ναρκωτικός benumbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκωτικῷ — ναρκωτικός benumbing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)